Καθήσαμε σε ένα ακριανό τραπέζι. Πάντα μου άρεσε εκείνο το μέρος, όπως και ο σερβιτόρος(ο οποίος δυστυχώς δεν ήταν εκεί). Ήμουν ακόμα θυμωμένη με τους γονείς μου, με τη κολλητή μου, με αυτόν, με τον ΕΑΥΤΟ μου.Και επίσης πάρα πολύ στεναχωρημένη. Κι ύστερα ξαναθύμωνα με εμένα που στεναχωριόμουν, και πολλά άλλα τέτοια που δε θα καταλάβετε. Μετά απ’την υπέροχη γλυκειά κρέππα που με μεγάλη προθυμία, ο μάγειρας(ο δημιουργός της), ο μπαμπάς(αυτός που την πλήρωσε) και εγώ(που την έφαγα), προσφέραμε στον στον ουρανίσκο μου, έβαλα το i-pod (που με τη βία πήρα από τον Γιώργο) σε λειτουργία. Επόμενή μου κίνηση ήταν να βάλω αυτά τα δύο μικροσκοπικά θαυματουργά ακουστικάκια στα αυτιά μου. Οι άλλοι συνέχισαν να μιλάνε.
Ήταν απίθανο το ότι απομόνωνα τον ήχο του αγαπημένου μου τραγουδιού στο δικό μου και μόνο άκουσμα.(ξέρω, κάνω λες και δεν έχω ξαναδεί ποτέ ακουστικά:P) Ένιωθα το συναίσθημα του τραγουδιού όλο και να ανεβαίνει, νιώθοντας επίσης μια τεράστια ηδονή που εγώ μπορούσα να το απολαύσω τη στιγμή που το ήθελα ενώ αυτοί όχι. Συνέχιζαν να μιλάνε. Έβλεπα τα στόματά τους να κουνιούνται, να μιλάνε, να μιλάνε, κι όμως δεν είχα κανένα πρόβλημα που δεν άκουγα τι λέξεις σχημάτιζαν τα σάλια τους και τι προτάσεις οι λέξεις τους. Δεν τους άκουγα και μετά από ένα σημείο, γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη και τους αγνόησα εντελώς. Όπως έκαναν αυτοί τόσον καιρό με ‘μένα..
(Η φωτογραφία είναι κάπως άσχετη με τα παραπάνω, αλλά δεν ξέρω μ'αρέσει)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου